κουρντιστήρι

κουρντιστήρι
το ключ для заводки часов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κουρντιστήρι" в других словарях:

  • κουρδιστήρι — και κουρντιστήρι, το [κουρδίζω] 1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων 2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»